- αἶπος
- αἶποςneut nom/voc/acc sgαἰποςheightneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίπος — αἶπος, το (Α) 1. ύψωμα, γκρεμός 2. δύσκολο, επίμοχθο έργο, «βουνό» (πρβλ. τη μεταφορ. φράση «πρὸς αἶπος ἔρχεται» Ευριπ. Άλκ. 500) 3. κούραση, κάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἶπος μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Ιπποκράτη, δηλ. πολύ αργότερα από το… … Dictionary of Greek
αιπός — αἰπός, ή, όν (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος, δυσπρόσιτος 2. (για ποτάμια) αυτός που πέφτει από ψηλά, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. αἰπύς*] … Dictionary of Greek
αἰπός — high masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπά — αἰπός high neut nom/voc/acc pl αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc/acc dual αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόν — αἰπός high masc acc sg αἰπός high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπῆς — αἰπός high fem gen sg (attic epic ionic) αἰπύς high and steep masc nom pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπή — αἰπός high fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπήν — αἰπός high fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴπει — αἴ̱πει , αἶπος neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἴ̱πεϊ , αἶπος neut dat sg (epic ionic) αἴ̱πει , αἶπος neut dat sg αἰπος height neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἴπεϊ , αἰπος height neut dat sg (epic ionic) αἰπος height neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾀπ' — αἰπά , αἰπός high neut nom/voc/acc pl αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc/acc dual αἰπά̱ , αἰπός high fem nom/voc sg (doric aeolic) αἰπέ , αἰπός high masc voc sg αἰπαί , αἰπός high fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)